- λιτανευτός
- λῐτᾰν-ευτός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιτανευτός — λιτανευτός, ή, όν (Α) [λιτανεύω] αυτός τον οποίο ικετεύει κάποιος … Dictionary of Greek
λιτανευτή — λιτανευτός begged fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτήν — λιτανευτός begged fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλιτάνευτος — ον, Α πολύλλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λιτανευτός (< λιτανευω), πρβλ. ευ λιτάνευτος] … Dictionary of Greek